φυτογεωγραφία

φυτογεωγραφία
Κλάδος της βιογεωγραφίας, που ασχολείται με τη μελέτη της κατανομής των φυτικών ειδών πάνω στη Γη. Πολυάριθμοι είναι οι παράγοντες από τους οποίους εξαρτάται η ύπαρξη ή μη, σε μια περιοχή που έχει καθοριστεί, ορισμένων φυτικών ενώσεων, αλλά δύο ασκούν αποφασιστική επίδραση: το κλίμα και η χημική σύσταση του εδάφους, με την οποία ασχολείται η εδαφολογία. Η φ. έδωσε ώθηση στην κατάταξη των διαφόρων φυτικών ζωνών, με βάση τα στοιχεία τα οποία προσδιόρισε. Γι’ αυτό ορισμένες μελέτες είχαν ως σκοπό να αποσαφηνίσουν τις σχέσεις μεταξύ βλάστησης και κλίματος (γνωρίζουμε π.χ. ότι η ένωση των φυλλοβόλων πλατύφυλλων είναι χαρακτηριστική των εύκρατων ζωνών, τόσο Β όσο και Ν του Ισημερινού), ενώ άλλες ερευνούν και κατατάσσουν τους τόπους βλάστησης, οι οποίοι, έχοντας ανάγκη ειδικών συνθηκών περιβάλλοντος, συναντώνται ακόμα και σε περιοχές με κλίμα αρκετά διαφορετικό (όπως π.χ. τα αλόφυτα, τα οποία επειδή θέλουν εδάφη αρκετά πλούσια σε αλάτι, υπάρχουν συνήθως κατά μήκος όλων των θαλάσσιων παραλίων). Η μελέτη των σχέσεων μεταξύ φυτού και περιβάλλοντος είναι όμως έργο ειδικά της οικολογίας των φυτών· ένα άλλο πεδίο έρευνας της φ., που στηρίζεται στη λεγόμενη κοινωνιολογική σχολή, είναι η φυτοκοινωνιολογία (ή κοινωνιολογία φυτών), που μελετά τον σχηματισμό ορισμένων επιδράσεω,ν και όχι των οικολογικών σχέσεων, μεταξύ του ίδιου του φυτού και του περιβάλλοντός του.
* * *
η, Ν
επιστημονικός κλάδος που έχει ως αντικείμενο την έρευνα και τη μελέτη τής γεωγραφικής κατανομής τών φυτών, τών σχέσεων αμοιβαίας αλληλεξάρτησης, τόσο μεταξύ τους όσο και με το περιβάλλον, και τών αιτίων στα οποία οφείλεται η κατανομή τους, αλλ. γεωβοτανική.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. phytogeography < φυτόν + γεωγραφία].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • φυτογεωγραφία — η τμήμα της βοτανικής που μελετά τη γεωγραφική κατανομή των φυτών, καθώς και τις σχέσεις των φυτών μεταξύ τους και προς το περιβάλλον …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • βιογεωγραφία — Η επιστήμη που ασχολείται με τη γεωγραφική εξάπλωση των έμβιων όντων. Διακρίνεται στη ζωογεωγραφία και στη φυτογεωγραφία. Η β. δεν επιδιώκει απλώς να γνωρίσει και να κατατάξει σε πίνακες τα έμβια είδη στις ιδιαίτερες περιοχές τους, αλλά αναζητά… …   Dictionary of Greek

  • γεωγραφία — Επιστήμη της οποίας αντικείμενο είναι η σπουδή και η περιγραφή της επιφάνειας της Γης και των φαινομένων που παρατηρούνται σε αυτήν. Σκοπός της γ., τόσο σήμερα όσο και κατά το παρελθόν, είναι να δώσει μία περιγραφή της Γης – αυτό άλλωστε… …   Dictionary of Greek

  • φυτογεωγραφικός — ή, ό, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη φυτογεωγραφία 2. φρ. «φυτογεωγραφικά βασίλεια» βιολ. οι κύριες γεωγραφικές διαιρέσεις τού κόσμου με βάση την χαρακτηριστική σύνθεση τής χλωρίδας τους. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ.… …   Dictionary of Greek

  • -γραφία — β συνθετικό θηλ. ουσιαστικών τής αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής από τα οποία τα περισσότερα προέρχονται από αντίστοιχα σύνθετα σε γράφος* και δηλώνουν: α) τρόπο γραφής ή εκτυπώσεως (πρβλ. δακτυλογραφία, στενογραφία κ.ά.) β) είδος… …   Dictionary of Greek

  • ζωογεωγραφία — Κλάδος της ζωολογίας που ασχολείται με την κατανομή των ζώων στην επιφάνεια της Γης και στα νερά. Για τις έρευνές της, η ζ. συνεργάζεται με άλλες επιστήμες, όπως με τη φυσική γεωγραφία (με ιδιαίτερο ενδιαφέρον για το κλίμα, την ωκεανογραφία, την… …   Dictionary of Greek

  • ισημερινός — Ο ιδεατός κύκλος που σχηματίζεται στην επιφάνεια της Γης, αν κόψουμε τη γήινη σφαίρα με ένα επίπεδο το οποίο διέρχεται από το κέντρο της και είναι κάθετο στον άξονα περιστροφής της. Η γωνία την οποία σχηματίζει η ακτίνα της Γης που διέρχεται από… …   Dictionary of Greek

  • βοτανική — Κλάδος της βιολογίας που ασχολείται με τη μελέτη των φυτών, ως προς την εξωτερική μορφή, την εσωτερική υφή, τη λειτουργία τους και τη γεωγραφική τους εξάπλωση. Διαιρείται σε γενική και ειδική β. Η γενική β. ασχολείται κυρίως με τη μορφολογία και… …   Dictionary of Greek

  • Ινσουβρία — Ονομασία που χρησιμοποιείται ορισμένες φορές για να υποδηλώσει την περιοχή όπου κατοικούσαν οι αρχαίοι Ίνσουβροι. Χρησιμοποιείται και ως φιλολογικό συνώνυμο της Λομβαρδίας με αναφορά στους νεότερους χρόνους. Στη φυτογεωγραφία Ι. ονομάζεται η… …   Dictionary of Greek

  • φυτογεωγραφικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη φυτογεωγραφία (βλ. λ.), που είναι της φυτογεωγραφίας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”